- προσωποποιία
- η, ΝΜΑ [προσωποποιός]η προσωποποίησηαρχ.1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου2. η μεταβολή τού γραμματικού προσώπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωποποιία — προσωποποιίᾱ , προσωποποιία dramatization fem nom/voc/acc dual προσωποποιίᾱ , προσωποποιία dramatization fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιίᾳ — προσωποποιίᾱͅ , προσωποποιία dramatization fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιία — η βλ. προσωποποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωποποιίας — προσωποποιίᾱς , προσωποποιία dramatization fem acc pl προσωποποιίᾱς , προσωποποιία dramatization fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιίαι — προσωποποιίᾱͅ , προσωποποιία dramatization fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιίαν — προσωποποιίᾱν , προσωποποιία dramatization fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιιῶν — προσωποποιία dramatization fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποποιίαις — προσωποποιία dramatization fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Prosopopoeia — A prosopopoeia ( el. προσωποποιία) is a rhetorical device in which a speaker or writer communicates to the audience by speaking as another person or object. The term literally derives from the Greek roots meaning a face, a person, to make… … Wikipedia
олицетворение — ОЛИЦЕТВОРЕ´НИЕ, или прозопопе´я (греч. προσωποποιΐα, от πρόσωπον лицо и ποιέω делаю), стилистическая фигура, состоящая в том, что при описании животных или неодушевленных предметов они наделяются человеческими чувствами, мыслями и речью… … Поэтический словарь